- περατώσεις
- περάτωσιςendingfem nom/voc pl (attic epic)περάτωσιςendingfem nom/acc pl (attic)περατόωlimitaor subj act 2nd sg (epic)περατόωlimitfut ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περάτωση — η / περάτωσις, ΝΑ [περατώ] αποπεράτωση, ολοκλήρωση κάποιου έργου αρχ. κατάληξη, άκρο («περατώσεις φλεβῶν», Αρετ.) … Dictionary of Greek